- τουρλωτός
- -ή, -ότουρλωμένος, φουσκωτός, καμπουρωτός: Τουρλωτή κοιλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρλωτός — ή, ό, Ν [τουρλώνω] 1. φουσκωτός, εξογκωμένος 2. αυτός που προεξέχει. επίρρ... τουρλωτά Ν με τρόπο που να προεξέχει κάτι … Dictionary of Greek
τρουλωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει σχήμα τρούλου, τουρλωτός: Τρουλωτή στέγη. 2. που είναι στεγασμένος με τρούλο: Τρουλωτή εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχήμα φούσκας, ο φουσκωμένος, ο εξογκωμένος. 2. κυρτός, καμπουρωτός, τουρλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)